- φιλησίμολπος
- φῐληςῐμολπος, -ον1 loving song
φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα O. 14.14
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα O. 14.14
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
φιλησίμολπος — ον, Α (ποιητ. τ.) φιλόμολπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. φιλησι τού φιλῶ (πρβλ. φίλησις) + μολπος (< μολπή), πρβλ. ἐρασί μολπος] … Dictionary of Greek
φιλησίμολπε — φιλησίμολπος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλπω — (ΑM μέλπω) 1. εξυμνώ κάποιον με άσματα («μέλποντες Ἑκάεργον», Ομ. Ιλ.) 2. τραγουδώ, άδω, ψάλλω (α. «είς τών δύο φρουρούντων μονομμάτων έμελπε κλέφτικον άσμα», Παπαδ. β. «καταγλαϊζόμένος καὶ μέλπων γηθόμενος», Μηναί.) αρχ. 1. μέσ. μέλπομαι α)… … Dictionary of Greek